- ποδοκυλώ
- -άω, Ν1. σπρώχνω ή κλοτσώ κάτι ή κάποιον με τα πόδια και τόν κάνω να κυλίσει («κρατεί τα δυο κεφάλια... τώρα τα πέταξε στη γη και τα ποδοκυλάει», Βαλαωρ.)2. αφήνω κάτι να σέρνεται στο χώμα και να λερώνεται («τό ποδοκύλησες το παλτό σου»)3. φθείρω ή λερώνω κάτι από αδιαφορία ή απροσεξία («τά ποδοκύλησες τα βιβλία σου»)4. μτφ. μειώνω ηθικά (α. «ποδοκύλησε το όνομα τού σπιτιού της» β. «τήν έχει ο τάδε και τήν ποδοκυλάει»).
Dictionary of Greek. 2013.